- παρωός
- παρωός, auch πάρωος u. παρῶος, kupferrot; gew. ἵππος, ein Fuchs
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πάρωος — ὁ, Α βλ. παρείας … Dictionary of Greek
RUSSEUS — inter equorum colores, Graece πυῤῥὸς; potiûs quam rufus, Palladius, l. 4. c. 13. Colores (equorum) hi praecipui, badius, aureus, albineus, russus etc. Unde roux Gallicum. Reseum Isidorus perperam scribit Origin. l. 12. c. 1. Vide supra ubi de… … Hofmann J. Lexicon universale
παρείας — και παρούας και πάρωος, ὁ Α 1. ο πορείας όφις, σταχτοκόκκινο ιερό φίδι τού Ασκληπιού 2. (ενν. ίππος) καστανόχρωμο άλογο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρειαί. Το ερπετό ονομάστηκε έτσι λόγω τής μεγάλης γνάθου του. Ο τ. παρούας έχει προέλθει από επίδραση τής λ.… … Dictionary of Greek
παρόα — και παρούα και παραύα, ἡ, Α πάπ. (θηλ. τού παρειάς ή πάρωος ή παρώας ή παρούας), η καστανόχρωμη φοράδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. παρῶαι] … Dictionary of Greek